- χαλαρώς
- χαλαρῶς ΝΜΑεπίρρ. βλ. χαλαρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαρῶς — χαλαρός slack adverbial χαλαρόω to be relaxed in tension pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ … Dictionary of Greek
λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… … Dictionary of Greek
υπανειμένως — Α επίρρ. ασθενώς, χαλαρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ὑπανειμένος τού ὑπανίημαι] … Dictionary of Greek